- ἄκομψα
- ἄκομψοςunadornedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
άντυτος — η, ο 1. γυμνός 2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος 3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα 4. (για βιβλίο) άδετος … Dictionary of Greek
αγλαφύρως — ἀγλαφύρως επιρρ. (Α) άχαρα, ακαλαίσθητα, άκομψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γλαφυρῶς] … Dictionary of Greek
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
κακομουζάκωτος — κακομουζάκωτος, ὁ (Μ) αυτός που φορεί άκομψα δερμάτινα παπούτσια, παρασάνταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουζακώνω (< μουζάκιον)] … Dictionary of Greek
κακοντυμένος — η, ο αυτός που φορεί φτωχικά ή άκομψα ρούχα … Dictionary of Greek
κακοτεχνώ — (Α και κακοτεχνῶ, έω) [κακότεχνος] νεοελλ. 1. κατασκευάζω κάτι κακότεχνα 2. μιμούμαι άτεχνα έργο τέχνης αρχ. 1. ενεργώ με δόλο και πονηρία, μεταχειρίζομαι κακά τεχνάσματα, είμαι πανούργος («κακοτεχνῶν δὲ φαίνει περὶ τὰς διαθήκας», Δημοσθ.) 2.… … Dictionary of Greek
κακοφορώ — και άω 1. φορώ ρούχο κατά τρόπο άκομψο ή φορώ ακαλαίσθητα ρούχα 2. (μτχ.) κακοφορεμένος, η, ο α) ντυμένος άκομψα β) ντυμένος φτωχικά, πενιχρά … Dictionary of Greek
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
υπόδημα — Εξωτερικό περικάλυμμα των ποδιών, από δέρμα, ελαστικό ή πανί, γνωστό και με την κοινή ονομασία παπούτσι. Η χρήση του υ. είναι πανάρχαια. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί της αρχαιότητας φορούσαν υ. κατασκευασμένα από ξύλο, δέρμα ή ύφασμα. Στην αρχαία… … Dictionary of Greek